- ιππήλατος
- -η, -ο (Α ἱππήλατος, -ον)νεοελλ.αυτός που σύρεται από άλογα («ιππήλατα λεωφορεία»)αρχ.1. αυτός που διατρέχεται από άλογα, κατάλληλος για ιππασία ή αρματοδρομία («ἱππήλατος ὁδός» — αμαξιτός δρόμος, Λουκιαν.)2. εύκολος, ευχερής3. εύκολα προσιτός («τὴν καρδίαν ἱππήλατον τοῑς ἀκαθάρτοις πνεύμασιν», Κύριλλ.)3. φρ. «ἱππήλατον ἔργον Ἀθήνης» — ο Δούρειος ίππος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)-* + -ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. θε-ήλατος, ον-ήλατος. Το -η- λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει].
Dictionary of Greek. 2013.